Όχι και ζώον, κυρία μου. Όχι…

Μετά το «μαλάκας» (έπαψε να είναι βρισιά κι είναι προσωνυμία… Appellative, όπως έγραψε σε αφιέρωμα της αγγλική τουριστική ιστοσελίδα) το «ζώον» είναι η λέξη με την περισσότερη χρήση στην καθημερινότητα των Νεοελλήνων. Κι εάν θεωρείται ύβρις για τους ανθρώπους, κακώς θεωρείται.

Έχει μπροστά του ένα STOP, ίσα με το άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Σταδίου. Το βλέπειαυτός, ο λεγάμενος ντε , πριν βγει στον κεντρικό δρόμο. Δεν το παραβιάζει. Δε σταματά και στον παράδρομο. Βγαίνει με το μισό αυτοκίνητο. Κλείνει τον μισό δρόμο. Και πέφτει σύννεφο το μπινελίκι. Χαλάζι το παράσημο της ανοικτής παλάμης, Με την ύβρι (;) ζώον στο στόλισμα του «πέρα βρέχει» οδηγού, να κυριαρχεί. Στο γεννητικό του όργανο. Καρφί δεν του καίγεται.

  Αντιδρά μια φορά σε μια κυρία. «Άντε να πλύνεις πιάτα», κλασσικά ο φαλλοκράτης εποχούμενος. «Άντε ρε ζώον, όρθιο», η κυρία.  Κι ο παππούς στο πεζοδρόμιο, μεσ’ την καλή χαρά ενόψει φασαρίας, διορθώνει: «Ε, όχι και ζώον, κυρία μου. Μην βρίζετε τα ζώα». Σωστός ο κύριος!

  Υπάρχουν πάντως, κάτι τέτοιοι μπαγλαμάδες. Ώ πα. Τι μας φταίνε τα καημένα οργανάκια,  φωνές της μουσικής που αγγίζουν τα εσώψυχα μας; Μας μερακλώνουν. Και τα παρομοιάζουμε με τέτοιους ωχαδερφιστές τύπους; Αποσύρουμε το μπαγλαμάδες.

  Υπάρχουν πάντως, κάτι τέτοιοι τσαμπουκάδες της κακιάς ώρας (τρόπος του λέγειν επειδή της καλώς ώρας δεν υπάρχουν, φυσικά) που νομίζουν με το τιμόνι στα χέρια , πως πιάνουν τον Πάπα από τους γεννητικούς αδένες του. Ανάλογα πράττουν. Κι ας τους λούζει η μισή κοινωνία με κάθε είδους κοσμητικό επίθετο από το λεξιλόγιο του πεζοδρομίου. Τον χαβά τους αυτοί.

  Τους φτύνουν. Νομίζουν πως ψιχαλίζει. Όποιος μάλιστα, κάνει το λάθος της απόπειρας, να βγάλει άκρη μαζί τους; Τον μπελά του τον βρίσκει. Το δίκιο του ποτέ. Η περίπτωση τους είναι σαν κι εκείνη με των, μεταφορικά, κωφών την πόρτα. Παίρνετε την πόρτα!

  Το κακό είναι που αυτοί οι  ζαμανφουτίστες υπάρχουν. Και το χειρότερο πως είναι πολλοί. Είναι και χειρότεροι από ζώα. Τα ζώα, εάν τους δινόταν η ευκαιρία, δεν θα συμπεριφερόταν όπως αυτοί.

  ΜΑΡΙΑ Δ. ΚΟΛΟΒΟΥ