Το νόημα των Θεοφανίων

Οταν οι ονομαστικές γιορτές είχαν επισκέψεις με... πάστες και στα σπίτια κερνούσαν λικέρ

Όσα χρόνια και αν περάσουν, τα Θεοφάνια πάντα θα είναι η εορτή των εορτών της παιδικής μου ηλικίας. Τότε που γιόρταζε ο μπαμπάς και κατέφθαναν οικογενειακοί φίλοι, συγγενείς, γείτονες. Άπαντες χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, αφού ήταν φυσιολογικό, αυτονόητο, για τον κόσμο εκείνης της εποχής ότι το σπίτι ήταν ανοιχτό σ’ επισκέψεις. Τηλεφωνούσαν μόνο όσοι δεν έρχονταν. Τότε που εμείς, τα παιδιά, τους… τσεκάραμε στην πόρτα: Μακρόστενο κουτί, παραλληλεπίπεδο, με περιτύλιγμα και φιόγκο ίσον… ωχ! Ποτό. Συνήθως «Ballantines», «VAT 69», «White Horse», «Μetaxa». Αυτά «έπαιζαν» τότε! Κουτί με πάστες, ίσον… γιούπι! (Πάντα από μέσα μας, καθώς καιροφυλακτούσε το άγρυπνο βλέμμα της μαμάς που δεν εξασθενούσε ούτε από την πολλή λακ ένεκα της ημέρας). Ήταν η ημέρα που έβγαιναν απ’ το σκρίνιο εκείνα τα κοντοπούτανα ποτηράκια, του λικέρ, για το πρώτο κέρασμα, μαζί με σοκολατάκια μαργαρίτα αγορασμένα από συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο. Μετά, το βράδυ, ακολουθούσαν «εργολάβοι», ύστερα το κυρίως γλυκό, μεζέδες, φαγητά, κρασιά, ουίσκια, ξηροί καρποί. Όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά.

Έσκαγαν μύτη κάθε χρόνο στις 6 Ιανουαρίου διάφοροι-ες, αναμενόμενοι-ες και… ξεχασμένοι, με παιδιά ή χωρίς. Κι άκουγες τα πάντα, μα τα πάντα! Ο θείος Τάκης, φερ’ ειπείν, που ερχόταν απ’ τα Καμίνια και είχε «μικρόβιο» με τον Ατρόμητο Πειραιώς (τότε στη Β’ Εθνική) ν’ αγορεύει για τον παικταρά, πλην μέθυσο, Κατσαρό, που ήταν με τον Χατζησκουλίδη επιθετικό δίδυμο του Ατρομήτου. Ένας άλλος θείος μου, ο Τάσος, που ήταν τελείως ανίδεος από μπάλα κι αμφιβάλλω αν γνώριζε με πόσους παίζεται το ποδόσφαιρο, αλλά μυστηριωδώς είχε φάει κόλλημα με το brand Βύζας Μεγάρων, προκειμένου να δηλώσει συμμετοχή στην ποδοσφαιροκουβέντα, πέταγε αστειευόμενος κανένα ξεκούδουνο του στιλ «Βύζας Μεγάρων, αυτή είναι η ομάδα». Ή πώς να ξεχάσεις τον κύριο Τάκη (άλλος Τάκης αυτός); Ήταν, λέει, «επιθεωρητής του ΟΛΠ» (ιδέα δεν είχα τι σήμαινε όλο αυτό). Ερχόταν και με τη γυναίκα του -καθηγήτρια πιάνου, που με ευγενική ξινίλα προσπαθούσε να καμουφλάρει τη βδελυγμία απέναντι στη λαϊκή βαρβαρότητα και στο ντουμάνι που σχημάτιζαν τα διάφορα «Καρέλια», «Αstor», «Old Navy», «22 Aντινικότ». Πρώτος και χειρότερος ο κύριος Τάκης, βέβαια, που ήταν κι ο μεγαλύτερος όλων σε ηλικία, ο οποίος κάθε Θεοφάνια έπινε τα… μισά Μεσόγεια, έτρωγε τα πάντα εκτός απ’ το τραπεζομάντηλο και κάπνιζε μια φυτεία Βιρτζίνια!

Από το ποδόσφαιρο, οικοδεσπότες και μουσαφίρηδες πετάγονταν στα πολιτικά, με τον κομμουντιστή κυρ-Γιώργο, που ήταν απ’ το Καστρί Κυνουρίας, να μιλάει για τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου, άλλον να λέει για την Ενωση Κέντρου Νέες Δυνάμεις και την ΕΔΗΚ, άλλος να είναι Παπανδρεϊκός, άλλος Καραμανλικός, άλλος κρυπτοβασιλόφρων… Ενίοτε ανέβαιναν κι επικίνδυνα οι τόνοι, με τις γυναίκες να παρεμβαίνουν κομψά και να επιβάλλουν την pax theofania… Από τα πολιτικά μπορούσαν να πάνε με μια θεαματική πιρουέτα στα κουτσομπολιά, για τον τάδε που «έχει την… έτσι αστεφάνωτη», για τη ζωντοχήρα και τα βερεσέδια της στον μανάβη, για τον δείνα που «ένας μαλάκας είναι, ένας μπεκιάρης…». Μετά μπορεί να έπιαναν κουβέντα για τον Πάνο Γαβαλά και τη Ρία Κούρτη, για το καζανάκι που τρέχει, για τον Ζακ-Ιβ Κουστό, για την αξιοπιστία των ανατολικογερμανικών αυτοκινήτων Βάρτμπουργκ που είχαν δίχρονο κινητήρα, για τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, για ό,τι μπορεί να βάλει ο νους… Απαραίτητα και τ’ αποφθέγματα. «Καρμίρης ο… έτσι, όλη τη βδομάδα κατουράει και το Σαββάτο (ο τόνος στο δεύτερο ”α”) πατάει το καζανάκι», έλεγε ο μπαμπάς μου. «Τα λεφτά και τα ψάρια τρώγονται φρέσκα», επαναλάμβανε το μότο της ζωής του ο θείος και πάει λέγοντας. Στα… διαλείμματα απευθύνονταν και σε’ εμάς τους μικρούς. Η εισαγωγή ήταν «τι τάξη πας τώρα;» κι ο επίλογος «καλή πρόοδο!».

Και όταν κάποια στιγμή σχόλαγε το πανηγύρι κι έφευγε κι ο τελευταίος, η μάνα μου πέταγε -κατάκοπη- τα τακούνια κι άνοιγε διάπλατα τις μπαλκονόπορτες για να φύγει η τσιγαρίλα, με τους υπόλοιπους να την κράζουμε (ποια κλιματική αλλαγή; Καταχείμωνο ήταν). Εάν την επόμενη ημέρα ήμαστε απογευματινοί στο σχολείο (τότε άνοιγαν τ΄ Αϊ Γιαννιού), είχε καλώς. Ειδάλλως πηγαίναμε κουτουλώντας.

Δεν ξέρω -και δεν έχει σημασία τελικά- αν ήταν καλύτερα ή χειρότερα χρόνια, είτε για εμάς που τα ζήσαμε ως μικροί είτε για τους άλλους -μακαρίτες οι περισσότεροι- που τα βίωσαν ως μεγάλοι, αλλά σίγουρα πέρασαν ανεπιστρεπτί.

 

Νίκος Σαρίδης (από την προσωπική του σελίδα στο facebook)