Μεταξύ Λουδοβίκου των Ανωγείων και Πάνου Γαβαλά, επέλεξε τον δεύτερο

Η κρίσιμη απόφαση του Κώστα Καραμανλή και τι τον οδήγησε στην απόσυρση από τις επικείμενες εκλογές

Δηλώ υπευθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς δηλώσεως ότι ουδέποτε στη ζωή μου έριξα στην κάλπη Νέα Δημοκρατία. Ουδέποτε, επίσης, ψήφισα τα… τσικό της παράταξης, είτε μιλάμε για ΔΑΠ ΝΔΦΚ στο Πανεπιστήμιο, είτε για κάποιον αυτοδιοικητικό που κατήλθε στον στίβο υπό τις «γαλάζιες» ευλογίες, είτε για… δεξιό διαχειριστή σε συνέλευση πολυκατοικίας. Κι επειδή τα στερνά πρέπει να τιμούν τα πρώτα, δεν σκοπεύω ωσότου εκμετρήσω το ζην να ψηφίσω Νουδού.

Υπήρξαν, πάντως, κάποιι δεξιοί που πιστεύω ότι αδικήθηκαν στον συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Κονοφάγος, όχι πολύ γνωστός στους σύγχρονους. Στην Κατοχή ως μεταλλειολόγος στο Λαύριο, όπου αργότερα έγινε και δήμαρχος, μ’ ένα κόλπο κορόιδευε τους Γερμανούς, παρακρατούσε ασήμι και απ’ αυτό στήριζε συσσίτια. Στη Χούντα, τον έκαναν πρύτανη στο Πολυτεχνείο το 1973, αλλά εναντιώθηκε και συνελήφθη μετά την εξέγερση της 17ης του Νοέμβρη. Στη Μεταπολίτευση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον έκανε υπουργό Βιομηχανίας… Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας άλλος δεξιός που θα μπορούσε να ήταν αριστερότερα… Ο Ντίνος Θανόπουλος, ήταν δικηγόρος Αθηνών και τοποθετήθηκε το 1975 νομάρχης Ξάνθης. Τα έβαλε με τοπικά συμφέροντα, πολεμήθηκε, αλλά στο τέλος κατάφερε να κηρυχθεί διατηρητέα και να διασωθεί η Παλιά Ξάνθη. Είναι και άλλοι…

Ανάμεσά τους και ο Κώστας Καραμανλής, αυτός όμως όχι λόγω κάποιας πολιτικής εισφοράς, αλλά… έτσι, από συμπάθεια. Πάντα μου έβγαζε τον τύπο του ανθρώπου με τον οποίο θα μπορούσα να κάνω άνετα παρέα, ν’ αμπελοφιλοσοφούμε με τις ώρες, σε καφέ και ταβέρνες, μιλώντας για μπάλα, για γκόμενες, ή για το ποιο κουφό θέμα, όπως το πόσο ωραία ήταν… τα Πατήσια κάποτε και πόσες φορές έφυγε ο καθένας από σινεμά χωρίς να τελειώσει το έργο. Θα σαβουρώναμε, βεβαίως, γαρδούμπες, σπληνάντερα, παϊδάκια και τα παραφερνάλια (τζατζίκια, φάβες κ.λπ.). Διότι πάντα ο Κωστάκης ο Καραμανλής μού έδινε την αίσθηση, ίσως και λανθασμένη, αλλά κι διαμορφωμένη από παραπολιτικά αναγνώσματα ή ακριτομυθίες, ότι βαριόταν. Η ευλογία του και συνάμα η κατάρα του ήταν το επώνυμό του, η συγγένειά του με τον «εθνάρχη». Ευλογία, διότι από μικρός πέρασε μια ζωή μες στα μπερεκέτια και κατάρα, διότι κάποια στιγμή «τον έχωσαν» από την παράταξη που θεωρεί ιδιοκτησία της τη χώρα να χάνει τον αρχηγό κι εν συνεχεία τον πρωθυπουργό.

Μέχρι και η Νατάσα η Παζαΐτη, που πήρε για γυναίκα, μου φαινόταν ότι τον… ταλαιπωρεί. Να σε τρέχουν τώρα στους Λουδοβίκους των Ανωγείων, εσένα που μεγάλωσες (έτσι το έχω πλάσει στο μυαλό μου) βάζοντας στο τζουκμπόξ ό,τι έχει κυκλιοφορήσει σε… Αντώνη Ρεπάνη, Κωστή Χρήστου και Δημήτρη

Μητροπάνο;

Μου έδινε ακόμη την εντύπωση ότι αναγκαζόταν να πει πράγματα που αν δεν ονομαζόταν Καραμανλής δεν θα τα έλεγε ποτέ, όπως και να ψηφίσει διάφορες σαχλαμάρες στη Βουλή. Από τη στιγμή, βέβαια, που γευόταν τα προνόμια του βουλευτή, κάτι έπρεπε να κάνει κι αυτός. Εύκολο να το λες, άντε να φεύγεις απ’ τη Ραφήνα και να έρχεσαι στο καρακέντρο για να φας στη μάπα τη Νίκη την Κεραμέως, τον Πίπη τον… Μανωλίδη, τον Παναώτ΄ τον Πικραμμένο και τον Νότη τον Μηταράκη.

Ωσπου… ναι ο Κώστας Καραμανλής, αυτός ο τσίφτης της Νέας Δημοκρατίας, ο καραμπουζουκλής των «Γουόλτονς» της Πρώτης Σερρών, έφτασε στο σημείο να βαριέται, καίτοι δεν του λείπει η ευφράδεια, να αρθρώσει πέφτοντας για ύπνο ακόμη κι ένα.. καληνύχτα Τζον Μπόι. Εφτασε στο σημείο, να δηλώσει ότι τέρμα και το βουλευτιλίκι, τέρμα και η αργομισθία, τέρμα όλα. Νομίζω ότι ήταν η στιγμή που ο Κωστάκης αποφάσισε το rewind, την επιστροφή στα χρόνια όπου ήταν πράγματι Κωστάκης, χωρίς Λουδοβίκους και Νατάσες, που του έδινε ο κυρ-Αλέκος ο μπαμπάς του, το διφραγκάκι να το ρίξει στο τζουκμπόξ «ΑΜΙ» και να πατήσει τα πλήκτρα, ώστε ν’ αρχίσουν ο Πάνος Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη να τραγουδάνε: «Μη μου μιλάτε, απόψε θέλω μόνος μου / να πιω μονάχος σε τούτη τη γωνιά / Εγώ παρέα θα κάνω με τον πόνο μου / Μη μου μιλάτε αφήστε με μόνο μου / Έχω μαράζι στην καρδιά (δις)».

Μην του μιλάτε, λοιπόν, αφήστε τον μόνο του. Δεν θέλει ούτε προεκλογικές συγκεντρώσεις, ούτε χειραψίες, ούτε ορεινά κοινοβουλευτικά έδρανα, ούτε. Πεδινά, τίποτα. Την ησυχία του, τον (όποιο) πόνο του, το (όποιο) μαράζι του.

Υ.Γ.: Πού ‘σαι, παιδί, η επόμενη παγωμένη στον Κώστα κερασμένη από μένα…

Νίκος Ντίνας